«Η παχυσαρκία είναι γνωστό ότι εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ της ενεργειακής πρόσληψης μέσω της τροφής και της δαπάνης της. Όταν υπάρχει ανισορροπία αυτών, το σώμα συσσωρεύει λίπος στον λιπώδη ιστό, στο ήπαρ, στους μυς, στις παγκρεατικές νησίδες και σε άλλα όργανα που εμπλέκονται στο μεταβολισμό. Αποτέλεσμα είναι η αύξηση του βάρους που οδηγεί σε κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, στεφανιαίας νόσου, λιπώδους διήθησης του ήπατος, υπνικής άπνοιας, αρθρίτιδας και καρκίνου, οπότε και σε αύξηση των πιθανοτήτων πρόωρου θανάτου. Η ανακάλυψη της λεπτίνης που προέρχεται από το λίπος, και όχι μόνο αυτής, και των στόχους τους στον υποθάλαμο τα τελευταία χρόνια διεύρυναν τις γνώσεις μας για τη νευροβιολογία της τροφής και την ενεργειακή ομοιοστασία. Ωστόσο, η ενεργειακή ισορροπία είναι μια περίπλοκη διαδικασία, δεν καθορίζεται μόνο από τη συνειδητή λήψη αποφάσεων», μας εξηγεί η Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής Δρ. Νικολέτα Κοΐνη, Επιστημονική Υπεύθυνη για το σύστημα Λειτουργικής Ιατρικής στην Ιατρική μονάδα ΙΑΤΩΡ.
Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από τον λιπώδη ιστό και εκκρίνεται στο κυκλοφορικό σύστημα, όπου ταξιδεύει στον υποθάλαμο. Ρόλος της είναι η ενημέρωση ότι υπάρχει επάρκεια λίπους, ώστε να μειωθεί ή να παύσει ο εφοδιασμός του οργανισμού με τροφή. Η ορμόνη αναγκάζει στην αλλαγή του σώματος από την καύση υδατανθράκων σε καύση λίπους. Κατά τη νηστεία (ή κατά τη δίαιτα), τα επίπεδα λεπτίνης στο πλάσμα πέφτουν, ενεργοποιώντας ένα μονοπάτι που προάγει την διάσπαση του λίπους και μεσολαβεί σε αυτή την κρίσιμη αλλαγή από τη γλυκόζη στον μεταβολισμό του λίπους. Φυσιολογικά, η ποσότητα της λεπτίνης είναι ανάλογη της ποσότητας του λίπους. Όσο λιγότερο λίπος έχει κάποιος, τόσο λιγότερη λεπτίνη έχει και τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πείνα που νοιώθει. Έχοντας λοιπόν ως στόχο την απώλεια βάρους, όσο περισσότερη λεπτίνη έχει τόσο το καλύτερο. Δηλαδή, όταν τα επίπεδα της λεπτίνης πέφτουν, προκαλούν αντισταθμιστικές αυξήσεις της όρεξης. Η ανεπάρκειά της προκαλεί ασυγκράτητη όρεξη και, κατά συνέπεια, υπερφαγία που οδηγεί σε παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη και διαβήτη τύπου 2.
Μέχρι πρότινος δεν είχε γίνει καλά κατανοητό το πώς οι χαμηλές συγκεντρώσεις λεπτίνης αυξάνουν την όρεξη. Ερευνητές από το Yale μελέτησαν τη βιολογία της ορμόνης αυτής και την επίδραση των νευρικών κυττάρων στον εγκέφαλο γνωστά ως νευρώνες AgRP, που ρυθμίζουν τη διατροφική συμπεριφορά. Ανακάλυψαν ότι οι μηχανισμοί με τους οποίους οι μειώσεις στις συγκεντρώσεις λεπτίνης στο πλάσμα διεγείρουν την πρόσληψη τροφής δεν περιορίζονται στον εγκέφαλο, όπως πιστεύαμε προηγουμένως. Η στέρηση της τροφής ενεργοποιεί πρώτα τους υποδοχείς λεπτίνης στον εγκέφαλο, ακολουθούμενη από ένα ενδιάμεσο βήμα που περιλαμβάνει το ενδοκρινικό σύστημα. Αυτό το σύστημα περιλαμβάνει την υπόφυση και τα επινεφρίδια, τα οποία εκκρίνουν μια άλλη ορμόνη, την κορτικοστερόνη, η οποία ρυθμίζει την ενέργεια, τις αντιδράσεις στρες και την πρόσληψη τροφής.
Η ερευνητική ομάδα έμαθε ότι αυτή η αλυσίδα εκδηλώσεων απαιτείται για τη διέγερση της πείνας όταν η τροφή είναι περιορισμένη ή όταν ο διαβήτης δεν ελέγχεται επαρκώς και οι συγκεντρώσεις λεπτίνης στο πλάσμα πέφτουν κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο. Σε περαιτέρω πειράματα, οι ερευνητές έδειξαν επίσης ότι η κορτικοστερόνη πλάσματος ενεργοποιεί τους νευρώνες AgRP, γεγονός που αυξάνει την πείνα όταν τα επίπεδα της λεπτίνης ή του σακχάρου είναι χαμηλά. Στους ανθρώπους, η λεπτίνη και η πτώση του σακχάρου στο αίμα συντελείται όταν οι άνθρωποι κάνουν δίαιτα.
«Με αυτά τα δεδομένα για τον τρόπο λειτουργίας της λεπτίνης, η λογική σκέψη θα ήταν οι παχύτεροι άνθρωποι να μην είχαν όρεξη και να άρχιζαν να χάνουν βάρος όταν τα επίπεδα λεπτίνης ήταν αρκετά υψηλά. Δεν συμβαίνει όμως πάντα αυτό. Αρκετοί παρουσιάζουν αντίσταση στη λεπτίνη, κάτι αντίστοιχο με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Δηλαδή παρά την επαρκή ποσότητα λεπτίνης, η επιθυμία για πρόσληψη τροφής δεν κατευνάζεται. Ο εγκέφαλος δεν λαμβάνει το μήνυμα και νομίζει ότι «λιμοκτονεί», οπότε αναζητά τροφή κι έτσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος», διευκρινίζει η Δρ.Κοΐνη.
Η αντίσταση στην λεπτίνη και η αντίσταση στην ινσουλίνη μοιράζονται κοινά μονοπάτια σηματοδότησης. Η αντίσταση στην ινσουλίνη συμβαίνει όταν υπάρχει μεγάλη ποσότητα ινσουλίνης που παράγεται, αλλά ο οργανισμός δεν το αντιλαμβάνεται. Και οι δύο τύποι ανθεκτικότητας εμφανίζονται μαζί σε παχύσαρκους ανθρώπους, αν και οι παχύσαρκοι άνδρες που τείνουν να έχουν περισσότερο σπλαχνικό λίπος έχουν υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης και οι γυναίκες που τείνουν να έχουν περισσότερο υποδόριο λίπος έχουν υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης.
«Βάσει του νόμου περί ισορροπίας πρόσληψης και καύσης θερμίδων, ο περιορισμός των θερμίδων που λαμβάνονται είναι μια λογική στρατηγική για τη μείωση του βάρους. Ωστόσο, η διατήρησή του μετά την απώλεια των κιλών είναι σχεδόν ακατόρθωτη, εν μέρει λόγω της αυξημένης πείνας και της μείωσης του μεταβολικού ρυθμού, που προάγουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάκτηση του βάρους. Αντίθετα, η θεραπεία για την επαναφορά της λεπτίνης σε φυσιολογικά επίπεδα στους υπέρβαρους ανθρώπους με απουσία ή μη λειτουργική λεπτίνη αποδίδει. Η αποκατάστασή της αντιστρέφει τις αλλαγές στην εγκεφαλική δραστηριότητα αποτρέποντας την επαναπρόσληψη του βάρους», καταλήγει η Δρ. Κοΐνη.
Πηγή:Ring Networks